Η εφηβεία αποτελεί μια φάση της ανάπτυξης, κατά τη διάρκεια της οποίας αναδύεται από την μία η προσπάθεια για αυτονομία και από την άλλη η προσκόλληση που έχουν ακόμη οι έφηβοι με τους γονείς τους. Όσο και αν φαίνεται αυτές οι δύο δυνάμεις να είναι αντίθετες, πιο πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν ότι η ανάγκη των έφηβων να έχουν επικοινωνία με τους γονείς τους αλλά παράλληλα να είναι αυτόνομοι λειτουργούν σε συνδυασμό και συμπληρωματικότητα και όχι απαραίτητα με αντίθετη κατεύθυνση.
Οι αλλαγές στον τρόπο σκέψης των έφηβων απέναντι στους γονείς τους συμβαίνουν παράλληλα με τις αλλαγές στον τρόπο που έφηβοι και γονείς αλληλεπιδρούν μέσα στην οικογένεια. Οι έφηβοι αρχίζουν όλο και περισσότερο να συντονίζουν μόνοι τις δραστηριότητες τους και την ίδια στιγμή η γνώση του γονέα σχετικά με την καθημερινότητα του έφηβου τείνει να μειώνεται. Αυτή η αυξανόμενη αυτοοργάνωση του νέου έχει ως αποτέλεσμα να λείπει περισσότερο από το σπίτι αφού ασχολείται με πολλές δραστηριότητες, αλληλεπιδρά με ένα συνεχώς διευρυνόμενο κοινωνικό κύκλο συνομηλίκων και όλα αυτά καταλήγουν στο να περνά λιγότερο χρόνο με τους γονείς. Ξεκινά ακόμη να έχει την δική του κρίση, αξίες και απόψεις και συμπεριφέρεται πιο αυτόνομα.
Το γεγονός ότι οι έφηβοι έχουν πια την δική τους «ατζέντα» μπορεί να αποτελεί πρόκληση προς τους γονείς. Ενδεχομένως να υπάρχουν συγκρούσεις στην περίπτωση που οι έφηβοι ψεύδονται για κάτι που κάνουν ή δεν τους υπακούν. Αυτή η διαδικασία της σταδιακά αυξανόμενης αυτοοργάνωσης δεν συμβαίνει πάντα ήρεμα επειδή κάποιες φορές οι έφηβοι δεν λειτουργούν μέσα στα όρια της γονικής έγκρισης. Οι μεγαλύτεροι έφηβοι είναι πιο ικανοί να επεξεργάζονται και να υπερασπίζονται τις θέσεις τους ενώ συζητούν ή διαφωνούν με τους γονείς τους σε σύγκριση με τους ηλικιακά μικρότερους.
Το ξεχωριστό στοιχείο της εφηβείας είναι ότι, σε μεγαλύτερη έκταση από την παιδική ηλικία, συμβαίνουν πράγματα εκτός της εμβέλειας της άμεσης γονικής επίβλεψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν επηρεάζουν τις αλληλεπιδράσεις του έφηβου με τους συνομήλικους. Η συμμετοχή των γονέων σε αυτό σχετίζεται με ποιο τρόπο διαμορφώνουν από την παιδική ηλικία την κοινωνική προσαρμοστικότητα των παιδιών τους.
Κάποιες φορές οι οικογένειες ωθούν τον έφηβο να υιοθετήσει ένα συγκεκριμένο μοτίβο συμπεριφοράς, το οποίο επαναλαμβάνεται ή παρεκκλίνει από αυτό των συνομηλίκων, γεγονός που μπορεί να απομονώσει τον νέο από την παρέα. Η δυσλειτουργική σχέση γονέα – παιδιού από την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά στο να σχετίζονται με συνομήλικους οι οποίοι εμφανίζουν δύσκολη συμπεριφορά.
Οι σχέσεις με τους συνομήλικους είναι ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά στην εφηβεία. Στις παρέες των συνομήλικων από την μία έχουν αποδοθεί οι περισσότερες προκλητικές εφηβικές συμπεριφορές και από την άλλη επιδοκιμάζονται για την συμβολή τους ψυχική στην υγεία των έφηβων. Η παρέα με τους συνομήλικους γίνεται όλο και πιο σημαντική στη ζωή του έφηβου και όσο αυτοί μεγαλώνουν αυτή η σχέση γίνεται πιο σύνθετη.
Οι φιλίες και οι παρέες χαρακτηρίζονται από την ομοιότητα και την επιρροή αφού οι έφηβοι επηρεάζουν ο ένας τον άλλο σε μια αμοιβαία διαδικασία. Αυτό συμβαίνει ίσως γιατί το παρόμοιο υπόβαθρο, οι κοινές αντιλήψεις, οι αξίες και τα ενδιαφέροντα παρακινούν τα άτομα να επιλέξουν το ένα το άλλο και αυτά τα χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν ότι οι φίλοι θέλουν να μεγαλώνουν ομοιοτρόπως. Όσον αφορά την κοινωνική προσαρμογή στις παρέες οι νέοι άνθρωποι με επαρκώς ανεπτυγμένες κοινωνικές δεξιότητες προσαρμόζονται καλύτερα στον κύκλο των συνομηλίκων. Η κοινωνική αποδοχή είναι ένας σημαντικός δείκτης της προσαρμογής. Τέλος, η αντίληψη του έφηβου για τις σχέσεις με τους συνομήλικους και οι φιλίες φαίνεται να μεταβάλλονται εύκολα αφού το πώς αξιολογεί τον εαυτό του και τους άλλους είναι μια εύθραυστη και υπό διαμόρφωση διεργασία.
Φανή Τζίκα
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια