Η μη συμμετοχή του παιδιού στο σχολείο προβάλλει μια δυσκολία που πιθανά σχετίζεται με τις σχέσεις στην οικογένεια ή στο σχολείο. Η σχολική άρνηση είναι η απουσία του παιδιού από το σχολείο για μια περίοδο κάποιων μηνών έως και ενός έτους και έχει μια χρονική σταθερότητα εμφάνισης. Όταν το παιδί λείπει από το σχολείο, βρίσκεται ή στο σπίτι του ή σε κάποιο συγγενικό σπίτι και οι γονείς έχουν γνώση αυτής της κατάστασης. Όταν κανείς ρωτήσει ένα παιδί για ποιο λόγο δεν θέλει να πάει στο σχολείο αυτό αναφέρει συνήθως ότι φοβάται το σχολικό περιβάλλον ή σε άλλες περιπτώσεις δεν μπορεί να ορίσει τι είναι αυτό που του φαίνεται απειλητικό. Σε αντίθεση με το σχολείο, που όταν πηγαίνει είναι θλιμμένο και φοβισμένο στο σπίτι είναι ευδιάθετο με μια αίσθηση ελευθερίας. Συχνά ψάχνει τρόπους να επιστρέψει στο σπίτι παρά την πιθανή επίπληξη επικαλούμενο σωματικά συμπτώματα όπως πόνο στην κοιλιά.
Τα έντονα σημάδια δυσκολίας αποχωρισμού από τους γονείς και η υπερπροστασία από αυτούς, ειδικά από την μητέρα είναι εμφανή. Ακόμη αυτό που μπορεί να ενισχύει την σχολική άρνηση είναι οι φόβοι σχετικά με τις πτυχές της σχολικής ζωής, όπως η σχέση με τους συμμαθητές, τους δασκάλους, οι εκπαιδευτικές απαιτήσεις, η κριτική των δασκάλων και η αγωνία σχετικά με το μέγεθος του σχολείου σε περιπτώσεις αλλαγής σχολείου. Ακόμη η αλλαγές στη ζωή ενός παιδιού όπως κάποια σημαντική απώλεια αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, η αλλαγή τόπου διαμονής, οι δύσκολες ενδοοικογενειακές σχέσεις μπορεί να επηρεάσουν την διάθεση ενός παιδιού και την επιθυμία του να πάει σχολείο.
Κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς τα συναισθήματα άγχους εμφανίζονται στα παιδιά στην προοπτική να απομακρυνθούν από τους γονείς τους. Παρόμοια συναισθήματα βιώνουν και πολλοί γονείς αφού η είσοδος ενός παιδιού στο σχολείο αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την μεγαλύτερη αυτονόμηση και ορόσημο ως προς την εξέλιξη του.
Για να αντιμετωπίσουν οι γονείς αυτήν την κατάσταση χρειάζεται να βοηθήσουν το παιδί να διαχειρίζεται τα έντονα συναισθήματα άγχους και ανασφάλειας κατά την απομάκρυνση από αυτούς με έναν σταδιακό και ελεγχόμενο τρόπο. Χρειάζεται να επαγρυπνούν, να ανιχνεύουν τις ανάγκες του παιδιού και να παρέχουν ασφάλεια. Σύμφωνα με το Attachment Parenting ο γονέας χρειάζεται να δημιουργήσει μία θετική σχέση με το παιδί του, με ενσυναίσθηση και σεβασμό. Να εξερευνήσει θετικούς τρόπους πειθαρχίας και διαπαιδαγώγησης. Ο ενσυναισθητικός γονέας βλέπει την ανάγκη πίσω από την συμπεριφορά του παιδιού του, συγκατασκευάζει λύσεις σε προβλήματα μαζί με το παιδί, προσφέροντας επιλογές. Ακόμη είναι ευαίσθητος και ευέλικτος στα ισχυρά συναισθήματα ενός παιδιού και το βοηθά να τα εκφράζει ώστε να μάθει να αυτορυθμίζεται συναισθηματικά. Δημιουργεί ένα περιβάλλον λέγοντας συχνά «ναι» και αντιλαμβάνεται ποιες είναι οι δεξιότητες και οι ικανότητες του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του.
Όσον αφορά το σχολικό περιβάλλον, για να προσαρμοστεί το παιδί χρειάζεται να αναπτύξει έναν ισχυρό δεσμό με τον δάσκαλο, αφού η σχέση παιδιού-εκπαιδευτικού είναι καθοριστική ώστε να αισθανθεί το παιδί ασφάλεια. Ο ενσυναισθητικός δάσκαλος προσφέρει προστασία και φροντίδα, είναι δίκαιος, ευγενικός και κατανοεί τις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών. Παρέχει ευχαρίστηση μέσα από τη μάθηση, νέες εμπειρίες και ένα ασφαλές περιβάλλον εξερεύνησης. Ένας καλός δεσμός με το σχολείο ενισχύεται όταν το παιδί νιώθει άνετα να πειραματιστεί, να εκφράσει τις ιδέες του και να λύσει τα προβλήματα μέσα από τη δημιουργικότητα.
Φανή Τζίκα
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια
Οικογενειακή Θεραπεύτρια
Συνεργάτης Attachment Parenting Hellas