μενούκλείσιμο

“Η σημασία του διαλόγου στην επικοινωνία με τα παιδιά”.

Οι δεξιότητες ζωής αναπτύσσονται μέσα από τη συναισθηματική έκφραση, από την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, από την απόκτηση μιας θετικής αυτοεικόνας και υγιούς αυτοεκτίμησης. Το παιδί αναγνωρίζει το θετικό κομμάτι του εαυτού του και τις ανάγκες του αποκτώντας την κατάλληλη ψυχική ανθεκτικότητα αλλά και ευελιξία ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί πιο εύκολα στις συνθήκες του περιβάλλοντος.

Η μέθοδος των διαλεκτικών συζητήσεων φαίνεται να δίνει κίνητρα και να προωθεί την δημιουργική σκέψη των παιδιών. Το οικογενειακό περιβάλλον, το κοινωνικό πλαίσιο, η παρουσία των αδελφών του, η ενθάρρυνση για συζήτηση, οι ευκαιρίες για συνομιλία με τους φίλους του, η κουλτούρα της οικογένειας και η εκπαίδευση επηρεάζουν σημαντικά τον ρυθμό ανάπτυξης των ικανοτήτων της συζήτησης.

Η πραγματική διαδικασία της διαλόγου μπορεί να είναι θεραπευτική για τα παιδιά. Όταν έχουν την ευκαιρία να αναγνωρίσουν, να προσδιορίσουν και να μιλήσουν για τα διλλήματα που αντιμετωπίζουν, είναι πιο εύκολο να τα αντιμετωπίσουν σε αντίθεση με το όταν τέτοιες ανησυχίες δεν προσδιορίζονται ή δεν εκφράζονται λεκτικά. Οι φόβοι οι οποίοι εκφράζονται, μειώνουν την αγωνία των παιδιών σε σχέση με τα συναισθήματα που δεν κατονομάζονται.

Συνήθως ο παραδοσιακός τρόπος διαλόγου ανάμεσα σε παιδιά και γονείς έχει διδακτικό χαρακτήρα. Πολλές φορές οι γονείς προσκαλούν το παιδί να εκφράσει την άποψη του, αλλά ουσιαστικά μπορεί να κάνουν ρητορικές ερωτήσεις που δεν το βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Από την άλλη, στη διαλεκτική συζήτηση οι διαφορές του καθενός παρατίθενται σαν ένα βασικό θέμα για σχολιασμό, για επιχειρηματολογία ακόμη και για διαφωνία. Βασικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής σχέσης είναι ότι οι διαφορές μπορούν να προβάλλονται και συζητιούνται. Η αμφισβήτηση των παιδιών μέσα σε μια διαλεκτική συζήτηση μπορεί να επιφέρει διαφωνία, χαρακτηριστικό που αποτελεί μέρος της ανάγκης των παιδιών για μάθηση, απαραίτητη για την ανάπτυξη τους.

Στην διαλεκτική συζήτηση καλό είναι οι γονείς, να αποφεύγουν τις περιγραφές που προσανατολίζονται στο πρόβλημα που μπορεί να έχει ένα παιδί, να μένουν «ένα βήμα πίσω» από το παιδί, να κάνουν ερωτήσεις που να είναι εύκολο να απαντηθούν παρά να αποφευχθούν, να μην κάνουν ερμηνείες ή υποθέσεις για τις εμπειρίες του παιδιού αλλά να το ρωτούν για αυτές. Να βοηθούν το παιδί να σκεφτεί χωρίς να προσπαθούν να εξάγουν τα συναισθήματα του. Τα παιδιά θα δείξουν τι αισθάνονται όταν το επιλέξουν αυτά.

Η ανάπτυξη τέτοιων δεξιοτήτων ζωής σχετίζεται με το να μπορούν τα παιδιά να τα βγάζουν πέρα στη ζωή τους χωρίς να αρρωσταίνουν ψυχικά και να παίρνουν χαρά και ικανοποίηση από αυτό που κάνουν, νιώθοντας σημαντικά.

Φανή Τζίκα
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια

Οικογενειακή Θεραπεύτρια

 

Διαβάστε επίσης

error: Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή περιεχομένου